- χρώμα
- Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ. (απλό)· η συμβολή ορατών ακτινοβολιών με διαφορετικό μήκος κύματος σχηματίζει ένα μη καθαρό χ. (σύνθετο). Το κανονικό λευκό φως (το ηλιακό) αποτελείται από ένα σύνολο ακτινοβολιών με μήκη κύματος (λ) μεταξύ περίπου 4000 και 7500 Α. Το ηλιακό φως (λευκό) όταν διέρχεται από ένα πρίσμα αναλύεται στις συνιστώσες ακτινοβολίες του· το σύνολο των χ., από τα οποία συντίθεται το λευκό φως, σχηματίζει το φάσμα. Η σημαντική αυτή παρατήρηση έγινε για πρώτη φορά από τον Νεύτωνα το 1666, που ανέλυσε και επανασύνθεσε με οπτικά συστήματα, το ηλιακό φως. Αν και υπάρχουν άπειρα απλά χ., το φάσμα υποδιαιρείται, για λόγους ευκολίας, σε 7 βασικά χ., τα γνωστά ως χρώματα της ίριδας: το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο, το πράσινο, το μπλε, το βαθύ μπλε, το ιώδες, κατά τάξη που φθίνει ως προς το μήκος κύματος.
Υποκειμενικά, το χ. είναι η αίσθηση που προκαλείται από συμπλέγματα ορατών ακτινοβολιών με ορισμένη φασματική σύνθεση. Aν και δεν είναι ακριβές έτσι συνηθίζεται να δίνεται μια αντικειμενική ιδιότητα στα χ., στα φώτα και στα αντικείμενα. Η χρωματική αίσθηση εξαρτάται: α) από τη φασματική σύνθεση των ακτινοβολιών που γίνονται αντιληπτές ως φώτα· β) από τη μετάδοση στον εγκέφαλο των ερεθισμών· γ) από τη συγχώνευση αυτών των πληροφοριών, με την προγενέστερη εμπειρία, θεωρούμε λευκό το χιόνι, ακόμα και όταν το δούμε στο υποκίτρινο φως ενός κεριού. Εξάλλου, αν ελαττωθεί η φωτεινή ροή (η ποσότητα φωτός που δέχεται ένα σώμα στο δευτερόλεπτο), η αίσθηση μετατοπίζεται προς το ιώδες, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε όταν παρατηρούμε τα χ. καθώς σκοτεινιάζει βαθμιαία το περιβάλλον.
Η αίσθηση ενός χ. μπορεί να πραγματοποιηθεί με άπειρους τρόπους αν αναμείξουμε φώτα με την κατάλληλη φασματική σύνθεση το καθένα και την κατάλληλη ροή· π.χ. με ένα λευκό και με το κατάλληλο μονοχρωματικό (το μήκος κύματος του οποίου λέγεται δεσπόζον για το συγκεκριμένο χ.). Το φως για κάθε χ. χαρακτηρίζεται από 3 παραμέτρους: τη φωτεινότητα, που εξαρτάται από τη φωτεινή ροή του· τον τόνο από το δεσπόζον μονοχρωματικό φως· την καθαρότητα, που εξαρτάται από την ποσότητα του φωτός με το δεσπόζον μήκος κύματος και από την αναγκαία ποσότητα λευκού φωτός για να δοθεί, με την ανάμειξη, η αίσθηση του συγκεκριμένου χ. Η καθαρότητα κάθε μονοχρωματικού φωτός είναι 1, για το λευκό φως είναι 0· ενδιάμεση τιμή παίρνουν οι ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Με 3 μονοχρωματικές ακτινοβολίες (ο Μάξουελ επέλεξε έναερυθρό με λ = 6300 Å, ένα πράσινο με λ = 5280 Å και ένα μπλε με λ = 5670 Å) είναι δυνατόν να σχηματιστούν όλα τα χ., εκτός από το πορφυρό. Ακόμα μπορούμε π.χ. να έχουμε την αίσθηση του κίτρινου αν αναμείξουμε πράσινο και κατάλληλο ερυθρό, αν και το καθένα χωριστά δεν περιέχει ακτινοβολίες που δίνουν την αίσθηση του κίτρινου. Στις κατάλληλες αναλογίες, πράσινο και κόκκινο φως δίνουν μαζί λευκό φως (λευκό υποκειμενικό). Τα αντικειμενικά λευκά περιέχουν όλες τις ακτινοβολίες· λέμε λευκά φώτα και όχι λευκό φως, επειδή δεν είναι δυνατόν να καθορίσουμε τι είναι λευκό φως όπως καθορίζεται ακριβώς, με το μήκος κύματός της, μια μονοχρωματική ακτινοβολία. Για χρωματομετρικούς προσδιορισμούς αναφερόμαστε σε φωτεινές ακτινοβολίες από πηγές που επιλέγονται οι οποίες θεωρούνται ως λευκές.
Λευκά φώτα είναι δυνατόν να προκύψουν αν αναμειχθούν ανά δύο χ., που λέγονται συμπληρωματικά, όπως είναι οι συνδυασμοί κόκκινο-πράσινο, πορτοκαλί-μπλε, κίτρινο-ιώδες. Τα χ. επιτυγχάνονται με προσθέσεις, αθροίζοντας φωτεινές ροές και αφαιρώντας όταν απορροφώνται ακτινοβολίες λευκού φωτός.
Η αίσθηση των χ. είναι δυνατόν να προκληθεί με δύο διαφορετικούς μηχανισμούς. Αν παρατηρήσουμε απευθείας το φως ή το άθροισμα των φώτων που εκπέμπεται από μία ή περισσότερες πηγές, την αίσθηση του χ. θα την έχουμε από τα αθροίσματά τους. Αν τα αντικείμενα είναι ετερόφωτα, η αίσθηση του χ. προκαλείται από τις ακτινοβολίες που αντανακλώνται από αυτά· ένα σώμα που φωτίζεται με αντικειμενικά λευκό φως μας φαίνεται κίτρινο αν αντανακλά τις κίτρινες ακτινοβολίες, κόκκινο αν αντανακλά τις κόκκινες κλπ. Σε ένα περιβάλλον, φωτισμένο με μονοχρωματικό φως, παίρνουν το χ. που έχει το φως αυτό μόνο τα αντικείμενα που αντανακλούν αυτή την ακτινοβολία, ενώ τα άλλα φαίνονται μαύρα· αν φωτίσουμε π.χ. ένα χώρο με κίτρινο χρώμα που προέρχεται από μία μονοχρωματική πηγή νατρίου, τα αντικείμενα που αντανακλούν το χ. αυτό φαίνονται κίτρινα, τα άλλα μαύρα.
Ζωγραφική. Δύο συμπληρωματικά χ. όταν τοποθετηθούν το ένα δίπλα στο άλλο αναδεικνύονται αμοιβαία καθώς παράγουν τη μέγιστη δυνατή αντίθεση, ενώ όταν αναμειχθούν δίνουν ένα άχρωμο γκρίζο. Θερμά χ. ονομάζονται το κόκκινο, το κίτρινο, το πορτοκαλί και τα παράγωγά τους, τα οποία όταν τοποθετούνται στον ζωγραφικό πίνακα φαίνονται σαν να προσεγγίζουν στον θεατή, ενώ ψυχρά χ. ονομάζονται το πράσινο, το βιολέ και, ιδιαίτερα, το γαλάζιο, που φαίνονται να απομακρύνονται από τον θεατή προς το βάθος του πίνακα. Όταν ανακατευτούν δύο συμπληρωματικά χ. σε άνισα μέρη παράγονται όλες οι δυνατές ποικιλίες τόνου. Το απόλυτο μαύρο στην κλίμακα του φωτός είναι έλλειψη κάθε χρωματικής δόνησης, στην πρακτική όμως της ζωγραφικής δεν χρησιμοποιούνται φώτα αλλά σκοτεινότατες χρωστικές ουσίες. Ένα χ. μπορεί να σκουρήνει με την προσθήκη μαύρου, όταν όμως αυτό είναι εφικτό, είναι προτιμότερο να ανακατεύεται με το συμπληρωματικό του γιατί έτσι παράγεται ένα περισσότερο ζωντανό χ. Όταν ένα έγχρωμο αντικείμενο φωτισμένο με άσπρο φως ρίχνει τη σκιά του, η σκιά αυτή περιέχει τους συμπληρωματικούς τόνους του χ. του αντικειμένου. Αν το φως είναι έγχρωμο, η σκιά παρουσιάζει τόνους συμπληρωματικούς του χ. του φωτός. Η βαθιά μελέτη και η εφαρμογή των νόμων των χρωμάτων αποτέλεσε αντικείμενο των καλλιτεχνών της εμπρεσιονιστικής και της στιγματογραφικής ζωγραφικής, και η προσπάθειά τους αυτή άνοιξε τον δρόμο στις μεταγενέστερες εξελίξεις όλης της σύγχρονης ζωγραφικής.
Στις διάφορες ιστορικές εποχές η κλίμακα των χρωμάτων που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες δέχτηκε αλλαγές και εμπλουτισμούς ανάλογα με τις χρωστικές ουσίες που είχαν στη διάθεσή τους, ανάλογα με τις αντιλήψεις τους για τη φύση και το φως και ανάλογα με την όρασή τους. Στην αρχαιότητα κυριαρχούσε η προτίμηση για τις αρμονίες του κόκκινου, του μαύρου, του άσπρου και της ώχρας, ίσως επειδή τα πράσινα και τα γαλάζια χρώματα ήταν σπάνια και ασταθή. Στην κρητομυκηναϊκή όμως τέχνη, στην Αίγυπτο και στην Περσία υπάρχουν δείγματα ζωηρής και λεπτής πολυχρωμίας. Η ρωμαϊκή ζωγραφική έφτασε ύστερα, κυρίως στο τοπίο, σε μια θαυμαστή νατουραλιστική απόδοση των χρωματικών αξιών του φωτός στην ατμόσφαιρα. Αληθινά μυστικιστική αξία δόθηκε στο φως-χρώμα στην υστερορωμαϊκή και ιδιαίτερα στη βυζαντινή εποχή, που έφτασε σε εκπληκτικές αρμονίες και κομψότητα (ψηφιδωτά της Ραβένα, της Κωνσταντινούπολης κ.ά.). Στον Μεσαίωνα αντιλαμβάνονταν το χ. μάλλον ως ιδιότητα της ύλης (των σμάλτων, του χρυσού, των πολύτιμων λίθων, του ελεφαντόδοντος κλπ.) παρά του φωτός. Στην Αναγέννηση άρχισαν και πάλι να θεωρούν το χ. ως ιδιότητα του φωτός και γι’αυτό άρχισαν να το παριστάνουν και να το αποδίδουν όχι με πολύτιμες ύλες αλλά με χρωστικές ουσίες. Στον Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα οφείλεται η πληρέστερη ταύτιση του χ. με το φως και στον Πάολο Βερονέζε η πλέον ριζική ταύτιση του φωτός με το χ., με συνέπεια την κατάργηση της απόδοσης των σκιών αφαιρώντας τη φωτεινότητα.
Ο 17ος αι., ακολουθώντας την ερμηνεία του προβλήματος του χ. που έδωσε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, προτίμησε τις αντιθέσεις του φωτός από τις αντιθέσεις των χ. Τον 18ο αι., κυρίως με τη βενετσιάνικη ζωγραφική, επανήλθε η ταύτιση του φωτός με το χ. Η ταύτιση αυτή αναπτύχθηκε έπειτα επάνω σε επιστημονικές βάσεις από τον εμπρεσιονισμό και τη στιγματογραφία. Η μοντέρνα τέχνη ασχολήθηκε πάλι με όλες τις πλευρές του προβλήματος του χ. Μια τάση στρέφεται στη χρησιμοποίηση των χ. άσχετα από την αξία τους στην κλίμακα του φάσματος αλλά μάλλον για τον τονικό χαρακτηρισμό των διαφόρων υλικών που καθιερώθηκαν στην πλαστική και στη ζωγραφική σύνθεση.
ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ
Ψηφιδωτό στον Άγιο Βιτάλιο, Ραβέννα. Η βυζαντινή τέχνη κατόρθωσε να δημιουργήσει εξαιρετικά λεπτές αρμονίες χρωμάτων.
«Το δείπνο εις Εμμαούς», έργο του Πάολο Βερονέζε. Ο βενετσιάνος ζωγράφος πραγματοποίησε την πιο ριζική ταύτιση του φωτός με το χρώμα.
«Καφενείο τη νύχτα», έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Η χρωματική ένταση ανταποκρίνεται στο συναισθηματικό και ψυχολογικό φόρτιο του καλλιτέχνη.
«256 χρώματα», έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Γκέρααρντ Ρίχτερ (φωτ. ΑΠΕ).
ΧΡΩΜΑ ανάλυση και σύνθεση του λευκού φωτός Το λευκό φως, περνώντας από ένα πρίσμα, αναλύεται στα χρώματα που το αποτελούν, από το κόκκινο ως το ιώδες. Το σύνολο των χρωμάτων που προκύπτουν αποτελεί το ορατό φάσμα. Από τα χρώματα περισσότερο εκτρέπεται κατά τη διάθλαση το κόκκινο και λιγότερο το ιώδες οι ακτινοβολίες με μήκος κύματος ενδιάμεσο υφίστανται εκτροπές που κυμαίνονται μεταξύ των δύο αυτών ορίων. Αν τώρα συλλεγεί το φάσμα σ’ ένα συγκλίνοντα φακό, και οι ακτίνες των διάφορων χρωμάτων συγκεντρωθούν σ’ ένα σημείο, θα ανασυντεθεί το λευκό φως της πηγής.
Αριστερά, ο δίσκος, που έχει διαιρεθεί σε τομείς με τα εφτά χρώματα της ίριδας, αν περιστραφεί γρήγορα, θα δώσει την εντύπωση του λευκού, γιατί με την ταχύτατη διαδοχή των χρωμάτων στον αμφιβληστροειδή οι εντυπώσεις από τα εφτά χρώματα αθροίζονται και έχουμε την υποκειμενική αντίληψη αυτού του αθροίσματος- αυτό είναι μια απόδειξη για τη σύνθετη φύση του λευκού φωτός. Στη μέση, το απλό πείραμα, που επιτρέπει να παρατηρήσουμε, ότι το άθροισμα των συμπληρωματικών χρωμάτων (στην περίπτωση αυτή το κόκκινο και το πράσινο) δίνει την αίσθηση του λευκού φωτός. Δέξια, η χρωματική κλίμακα για τη μέτρηση των παραμέτρων (απόχρωση, φωτεινότητα, καθαρότητα) των χρωμάτων, σύμφωνα με το σύστημα Μύνσελ? ο οριζόντιος δακτύλιος έχει διαιρεθεί σε τομείς με τα βασικά χρώματα, ο κατακόρυφος άξονας δείχνει τη φωτεινότητα, οι υποδιαιρέσεις στον τομέα κάθε χρώματος (εδώ του πράσινου) δείχνουν την καθαρότητα.
* * *το / χρῶμα, ΝΜΑ1. αίσθημα παραγόμενο από την εντύπωση που προκαλεί στον οφθαλμό το εκπεμπόμενο από μία πηγή φως το οποίο προσπίπτει επάνω του απευθείας, άμεσα, ή έπειτα από αλληλεπίδραση με ένα μη φωτεινό σώμα (α. «το χρώμα τού ουρανού» β. «τα χρώματα τής ίριδας» γ. «ὃ δὴ καλεῑς χρῶμα λευκόν», Πλατ.δ. «χρῶμα κουρίμης τριχός», Ευρ.)2. η χροιά τού δέρματος, τής επιδερμίδας (α. «ωραίο χρώμα πήρε το πρόσωπο από τον ήλιο» β. «τὸ χρῶμα φορέουσι ὅμοιον πάντες καὶ παραπλήσιον Αἰθίοψι», Ηρόδ.)3. χρωστική ουσία, βαφή (α. «χρώμα ανεξίτηλο» β. «κασετίνα με χρώματα» γ. «χρώμασι και σχήμασι πολλὰ μιμοῡνταί τινες ἀπεικάζοντες», Αριστοτ.)4. καλλωπιστική βαφή, ψιμύθιο (α. «γέμισε χρώμα τα βλέφαρά της» β. κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει καὶ κόμαις προσθέτοις», Ξεν.)5. (για προφ. ή γραπτό λόγο) τόνος ή διάνθιση (α. «ο λόγος του δεν έχει καθόλου χρώμα» β. «ἡ φράσις οὐ τοῑς κεκαλλωπισμένοις καὶ περιττοῑς ἐξωραϊζομένη χρώμασι», Φώτ.γ. «χρώμα λέξεως», Διον. Αλ.)6. μουσ. η ποικιλία, οι τροποποιήσεις στη μελωδία, στη μουσική σύνθεση, ηχόχρωμα, χροιά7. φρ. «αλλάζω χρώμα» και «ἀλλάττω χρῶμα» — μεταβάλλεται το χρώμα τού προσώπου μου από έντονη συγκίνηση ή αναστάτωσηνεοελλ.1. τεχνολ. ρευστό αιώρημα επιχρισμένο σε λεπτά στρώματα για διακόσμηση και προστασία επιφανειών, αποτελούμενο από χρωστική ουσία και από το μέσο διασποράς, κν. μπογιά ή βερνίκι2. φυσ. συμβατική και αλληγορική ονομασία ενός φυσικού μεγέθους, φορτίου φερόμενου από τα αδρόνια, το οποίο διέπει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις3. μτφ. διακριτικό γνώρισμα στην ομιλία, στο ντύσιμο ή στη συμπεριφορά ενός ατόμου, ενός συνόλου ή ενός τόπου (α. «προσωπικό χρώμα» β. «τοπικό χρώμα»)4. φρ. α) «χάνω το χρώμα μου» — γίνομαι ωχρός από ψυχική ταραχή ή σωματική αδυναμίαβ) «παίρνω χρώμα»i) συνέρχομαιii) (για φαγητά και γλυκά) αρχίζω να ψήνομαιiii) μαυρίζω μετά από έκθεση στον ήλιομσν.στον πληθ. τὰ χρώματα(στο Βυζ.) οι φατρίες τών Πράσινων και τών Βένετων στον Ιππόδρομο τής Κωνσταντινούποληςαρχ.1. το δέρμα, η επιδερμίδα2. χρωστική ρίζα φυτού τής Συρίας3. η απόχρωση στη λάμψη τών ουράνιων σωμάτων4. (κατά τον Ησύχ.) «χρῶμαφρυαγμός, ὁρμή, θράσος».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρω- τής λ. χρώς* «χρώμα» + κατάλ. -μα (πρβλ. δρᾶ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.